1204


Είναι μεσάνυχτα. Μέσα στην οργισμένη νύχτα, ένα πλοίο απομακρύνεται γρήγορα από τη φλεγόμενη πόλη. Η βενετσιάνικη γαλέρα σκίζει τα κύματα όπως οι χριστιανοί προσκυνητές έσκισαν τα στήθη των αιρετικών ορθοδόξων.
Την ώρα της πιο μεγάλης γιορτής, την ώρα του ξέφρενου πανικού μπροστά στον απροσδόκητο όγκο του πλιάτσικου, ο Σιμόν Ντε Μονφόρ διέταξε το πλήρωμά του να αναχωρήσουν όσο το δυνατόν πιο γρήγορα από την κατακτημένη πρωτεύουσα.
Έφυγαν με τα χέρια αδειανά, μόνοι εκείνοι, οι στρατιώτες του Χριστού, οι ακόλουθοι και οι σκλάβοι του μεγάλου εμπνευστή της εκστρατείας, του ειδικού απεσταλμένου του Πάπα, του εκλεκτού του Δόγη, του μεγάλου, του φοβερού, του ακατανίκητου Σιμόν. 
Κι εκείνος, μόνος, σιωπηλός, να τρίζει τα δόντια του στο μεσιανό κατάρτι και να μονολογεί αφρίζοντας από πόνο «Δεν ήταν εδώ...Δεν ήταν εδώ...»