Αντί προλόγου

Γεννήθηκα σε λευκές νύχτες για να πεθάνω σε μαύρες μέρες.
Πολέμησα για την ειρήνη που δυστυχώς δεν πρόφτασα να χαρώ.
Βουνά της θάλασσας, κύματα της στεριάς, αστέρια της Γης και πέτρες του ουρανού, όλα μαζί και το καθένα χωριστά με βοήθησαν να αποτύχω σε μια αποστολή που πιθανόν και να μην είχα ποτέ μου αναλάβει.
Μίλησα με τους μουγκούς και άφησα να με καθοδηγήσουν τυφλοί. (Αλήθεια ποιος ξέρει να περπατά στο σκοτάδι καλύτερα από ένα τυφλό; )
Έψαξα παντού και πουθενά, έψαξα στο τώρα και στο χθες, ρώτησα τους ήλιους του δειλινού και τα φεγγάρια του μεσημεριού. Έκανα τραγούδι μου τη σιωπή και φίλησα την εικόνα κάποιας σκιάς που μ’ αγκάλιασε.
Δεν πενθώ για τη χαρά που δε γνώρισα, ούτε χαίρομαι για τη λύπη που δεν μ’ αντάμωσε. Κλαίω γιατί μπορούσα τη χαρά να βρω στα πιο απλά κι εγώ αλίμονο την έψαχνα στα σύνθετα, στα πολύπλοκα, στα άλυτα.
Μήπως και τα απλά, αυτά που έχουν από πάντοτε λυθεί δεν είναι κι αυτά «άλυτα»... Ποιος μπορεί να λύσει ένα πρόβλημα που ήδη λύθηκε; Ποιος μπορεί να ανοίξει μια πόρτα που ήδη άνοιξε; Ποιος μπορεί να αρνηθεί το ναι σε μια πρόταση που δεν του έγινε ποτέ;
Καταραμένος με την ευλογία μιας γενιάς που δεν γνώρισα, ευλογημένος από την κατάρα μιας ζωής που δεν έζησα, νεκρός για τους νεκρούς και ζωντανός για τους ζωντανούς, είμαι εδώ για να σας πω, πολλές φορές ακόμα και με τη σιωπή, όσα φοβάμαι πως α-γνοώ γιατί απλά δεν θέλω καν να θυμάμαι.
Μη έχοντας πια καμιά εξουσία, νοιώθω για πρώτη φορά τη δύναμη να φωνάξω, όχι γιατί ελπίζω πως θ’ ακουστώ αλλά αντίθετα, γιατί είμαι σίγουρος πως θα με αγνοήσετε. Θα σας αποκαλύψω το μυστικό που πιθανόν να αγνοώ, όχι γιατί δεν έχω τη δύναμη να σωπάσω αλλά από φόβο μήπως με τη σιωπή μου σας αποκαλύψω περισσότερα...
Γνωρίζοντας την άγνοιά σας, φοβούμενος ότι δεν με φοβάστε, πληγωμένος από τους κούφιους σας επαίνους, ματαιωμένος από ένα κύμα ψευδεπίγραφων υποσχέσεων, ακάλεστος στη γιορτή που οργάνωσα, γύρισα για να σας κεράσω το πιο πικρό ποτό και το πιο νόστιμο δηλητήριο.
Ας ξεκινήσει λοιπόν η γιορτή κι εσείς απαίσιοι φίλοι κι αγαπημένοι μου εχθροί, αρχίστε επιτέλους να κλαίτε χαρωπά, όσο τουλάχιστον μπορείτε, γιατί σε τούτη τη γιορτή κανείς -αλλά μπορεί και όλοι τελικά – δεν θα χαρεί που ήρθε.